κελαινοφαής

κελαινοφαής
κελαινοφαής
black-gleaming
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κελαινοφαής — κελαινοφαής, ές (Α) αυτός που φωτίζει αμυδρά («ὦ Νυκτὸς κελαινοφαὴς ὄρφνα» ώ σκοτεινό λυκόφως, ώ μαυροφώτεινο σκοτάδι τής Νύχτας, Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κελαινός + φαής (< φάος «φως»), πρβλ. λαμπρο φαής, ολιγο φαής] …   Dictionary of Greek

  • κελαινοφαῆ — κελαινοφαής black gleaming neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) κελαινοφαής black gleaming masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) κελαινοφαής black gleaming masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κελαινός — κελαινός, ή, όν (Α) 1. αυτός που έχει σκοτεινό χρώμα, μαύρος (α. «κελαινὴ νύξ», Ομ. Ιλ. β. «κελαιναὶ Ἐρινύες» γ. «κελαινὰν θῑνα») 2. αυτός που δεν τόν φωτίζει ο ήλιος, σκοτεινός 3. μτφ. (για πάθος) δυσάρεστος, δριμύς («κελαινὴ δίψα», Λυκόφρ.) 5.… …   Dictionary of Greek

  • φως — Ημερήσια ελληνική εφημερίδα του Καΐρου, που ιδρύθηκε το 1903 και εκδίδεται μέχρι σήμερα. Ιδρυτής και πρώτος διευθυντής ο Στ. Ευσταθιάδης. Με τον ίδιο τίτλο κυκλοφόρησε εβδομαδιαία εφημερίδα στο Αγρίνιο (1927 35) με ιδρυτή τον Μ. Τζάνη. * * * ωτός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”